ἀστράψω

ἀστράψω
ἀ̱στράψω , ἀστράπτω
lighten
aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀστράπτω
lighten
aor subj act 1st sg
ἀστράπτω
lighten
fut ind act 1st sg
ἀ̱στράψω , ἀστράπτω
lighten
futperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἀστράπτω
lighten
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μούρη — η (Μ μούρη) 1. το ρύγχος τών ζώων 2. το ράμφος τών πτηνών 3. (για πρόσ.) (ιδίως με ευτελιστική σημ.) πρόσωπο, μούτρο («θα σού αστράψω καμιά στη μούρη») νεοελλ. 1. (με κτητ. αντων. περιφρονητικά για να δηλωθεί το ίδιο το άτομο) η μούρη σου, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”